- φιλησία
- φῑλησία, ἡ,A thievishness, Hsch. (pl.); cf. φιλήτης.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλησία — φιλησίᾱ , φιλησία thievishness fem nom/voc/acc dual φιλησίᾱ , φιλησία thievishness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλησία — Φιλησίᾱ , Φιλησίας masc nom/voc/acc dual Φιλησίᾱ , Φιλησίας masc voc sg (attic) Φιλησίᾱ , Φιλησίας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήσια — τὰ, Α [Φιλήσιος] 1. (ενν. ἱερὰ) εορτή προς τιμήν τού Φιλησίου Απόλλωνος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φιλοτήσια, προσφιλῆ»· … Dictionary of Greek
φιλησία — ἡ, Α [φιλήτης] (κατά τον Ησύχ.) η τέχνη τής κλοπής και τής απάτης … Dictionary of Greek
Φιλήσια — Φιλησίας masc voc sg Φιλησίας masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλησίας — φιλησίᾱς , φιλησία thievishness fem acc pl φιλησίᾱς , φιλησία thievishness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλησίας — Φιλησίᾱς , Φιλησίας masc acc pl Φιλησίᾱς , Φιλησίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλησίαις — φιλησία thievishness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλησίη — φιλησία thievishness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλατία — ἁ, Α (δωρ. τ.) βλ. φιλησία … Dictionary of Greek